Στην Οδοντιατρική του 21ου αιώνα, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις εντυπωσιακές βελτιώσεις στον τομέα των σύγχρονων υλικών και βιοϋλικών, έχουν πραγματικά επιφέρει επαναστατικές θεραπευτικές λύσεις σε σημαντικά προβλήματα του παρελθόντος.
Στον τομέα της χειρουργικής του στόματος, η εξέλιξη των χειρουργικών τεχνικών και των μεθόδων οστεοσύνθεσης και οστεοανάπλασης, μας δίνουν τη δυνατότητα για χειρουργικές επεμβάσεις αρκετά εύκολες, γρήγορες και συνήθως με καλή πρόγνωση.
Υπάρχει όμως ένα βασικό ερώτημα που σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα της νόσου, τις υπάρχουσες εναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους και την σωστή επιστημονική γνώση και τεκμηρίωση, πρέπει πάντοτε να απασχολεί τον κλινικό οδοντίατρο: κατά πόσο είναι απαραίτητο να γίνει μια χειρουργική επέμβαση (με όλες τις θετικές, αλλά αυτονόητα και τις κάποιες παράλληλες αρνητικές επιπτώσεις της), ή μήπως θα μπορούσε να αποφευχθεί με τη χρήση κάποιας άλλης συντηρητικής και λιγότερο επεμβατικής μεθόδου; Δεν θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί η χειρουργική επέμβαση εφόσον υπάρχει κάποια άλλη επιστημονικά τεκμηριωμένη θεραπευτική μέθοδος που να εξασφαλίζει τα ίδια ή ακόμα και καλύτερα αποτελέσματα χωρίς την ταλαιπωρία και τις παράπλευρες αρνητικές συνέπειες της χειρουργικής πράξης; Στη σημερινή Οδοντιατρική, υπερισχύει συνήθως το δεύτερο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου προβληματισμού συναντάμε στην Ενδοδοντολογία και αυτός ο προβληματισμός αποτελεί το αντικείμενο που θα συζητήσουμε στη συνέχεια.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της συμβατικής Ενδοδοντολογίας παραμένει ακόμα και σήμερα η αντιμετώπιση των παθογόνων μικροβίων. Παρά τις σημαντικές εξελίξεις στον τομέα των χρησιμοποιούμενων μηχανημάτων και συσκευών, των μεθόδων και τεχνικών, των αντισηπτικών, απολυμαντικών και αντιβιοτικών, καθώς και των σύγχρονων εμφρακτικών υλικών, η αδυναμία διασφάλισης της πλήρους απολύμανσης ολόκληρου του πεδίου μιας απονεύρωσης, αποτελεί την “Αχίλλειο πτέρνα” της Ενδοδοντολογίας. Τα αντισηπτικά που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της απονεύρωσης, παρέχουν ικανοποιητική απολύμανση μέσα στον κύριο ριζικό σωλήνα του δοντιού, καθώς και σε ένα μικρό βάθος μέσα στα τοιχώματα του ριζικού σωλήνα.
Δυστυχώς όμως αυτές δεν είναι οι μοναδικές περιοχές που συναντάμε μικρόβια. Τα αντισηπτικά αυτά δεν παρέχουν επαρκή απολύμανση σε περιοχές όπως σε μεγαλύτερο βάθος μέσα στα τοιχώματα του ριζικού σωλήνα, στους παράπλευρους ριζικούς σωλήνες, στο σημείο διχασμού των ριζών, σε στενούς ή στραβούς ριζικούς σωλήνες, στην περιακρορριζική περιοχή, μέσα σε οδοντοφατνιακά αποστήματα, συρίγγια κ.λ.π. Αυτό πολλές φορές αποτελεί λόγο αποτυχίας της ενδοδοντικής θεραπείας (ή ακόμα και της επανάληψης της) και πολύ συχνά οδηγεί στην ακρορριζεκτομή ή ακόμα και στην εξαγωγή του δοντιού. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των κύστεων, όπου τις περισσότερες φορές, η λύση είναι και πάλι η ακρορριζεκτομή ή η εξαγωγή του υπαίτιου δοντιού.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και αν με την ακρορριζεκτομή αποφευχθεί η εξαγωγή του δοντιού, ούτε και αυτή δεν είναι μια εντελώς αθώα λύση, καθώς πρόκειται για μια χειρουργική πράξη που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και το κόψιμο και αφαίρεση ενός τμήματος της ρίζας που αντιστοιχεί περίπου με το ένα τρίτο του μήκους της ή και περισσότερο. Αυτός όμως ο ακρωτηριασμός της ρίζας και η μείωση του μήκους της, σημαίνει ταυτόχρονα και τη μείωση της στήριξης του δοντιού, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την πρόγνωση και τη διάρκεια παραμονής του δοντιού στο στόμα (ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει ταυτόχρονα και κάποια περιοδοντική νόσος).
Όλα αυτά όμως, μπορούν να αποφευχθούν τις περισσότερες φορές με τη χρήση των Laser, σε συνδυασμό με την κλασσική συντηρητική ενδοδοντική θεραπεία. Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα τα είδη οδοντιατρικών Laser επιφέρουν όχι μόνο απολύμανση, αλλά πλήρη αποστείρωση στο σημείο όπου εφαρμόζονται, καθώς και σε κάποια περιοχή γύρω από αυτό. Ο μηχανισμός καταστροφής των μικροβίων βασίζεται είτε στην απορρόφηση του μήκους κύματος του Laser από τις χρωστικές που περιέχουν τα περισσότερα μικρόβια που συναντάμε σε μια απονεύρωση, ή στην περίπτωση των ελάχιστων μικροβίων που δεν περιέχουν χρωστικές, στην καταστροφή τους λόγω θερμότητας, ή φυσικά στον συνδυασμό και των δυο μηχανισμών. Στην Ενδοδοντολογία χρησιμοποιούμε κυρίως τα είδη Laser με το μεγαλύτερο βάθος διείσδυσης, ώστε να επιτύχουμε πλήρη αποστείρωση σε μεγάλο βάθος και να καλύψουμε όλες αυτές τις δυσπρόσιτες περιοχές που αναφέραμε προηγουμένως. Αφού κάνουμε τη συνηθισμένη διαδικασία της απονεύρωσης με τις συμβατικές μεθόδους, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα Nd:YAG Laser, ένα διοδικό Laser, ή ακόμα και ένα KTP Laser.
Ο τρόπος χρήσης και ο μηχανισμός δράσης είναι ο ίδιος και για τους τρεις αυτούς τύπους Laser, το επικρατέστερο όμως από όλα είναι το Nd:YAG Laser, που έχει τον υψηλότερο δείκτη απορρόφησης από τις χρωστικές και το μεγαλύτερο βάθος διείσδυσης της θεραπευτικής ενέργειας του.
Πανεπιστημιακές κλινικές έρευνες έχουν δείξει ότι το Laser αυτό προκαλεί αποστείρωση (σε ποσοστό που αγγίζει το 100%), σε μεγαλύτερο βάθος από κάθε άλλο τύπο Laser και φυσικά σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από όλες τις συμβατικές μεθόδους χημικής απολύμανσης που χρησιμοποιούνται στην Ενδοδοντολογία. Η ενέργεια του Nd:YAG Laser διεισδύει βαθιά σε όλους τους δυσπρόσιτους χώρους, ακόμα και αν οι ριζικοί σωλήνες είναι πολύ στενοί ή στραβοί και τους αποστειρώνει, ενώ μπορεί να γίνει χρήση του Laser ακόμα και μέσα στο συρίγγιο με αποτέλεσμα την άμεση εξαφάνιση του. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώνουμε την απονεύρωση ακόμα και μέσα σε μια μόνο συνεδρία, με απόλυτη ασφάλεια και άριστη πρόγνωση, ενώ επιπλέον, λόγω της ισχυρής αναπλαστικής του δράσης, το Laser προκαλεί ταχύτερη και καλύτερης ποιότητας οστική ανάπλαση στον περιακρορριζικό χώρο. Παρόμοια είναι τα αποτελέσματα της χρήσης των Laser και στην περίπτωση των κύστεων. Με εξαίρεση την περίπτωση κάποιων κύστεων που αποτελούν προκαρκινικές καταστάσεις και που η αφαίρεση τους και η ακρορριζεκτομή ή η εξαγωγή του δοντιού είναι απαραίτητες, οι περισσότερες περιπτώσεις κύστεων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμμία απολύτως χειρουργική πράξη.
Το 1996 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης και μακροχρόνιας κλινικής έρευνας (από το Φεβρουάριο του 1991 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1994), από το κέντρο ερευνών Laser AALZ/RWTH του Πανεπιστημίου του Άαχεν Γερμανίας. Η κλινική αυτή έρευνα έγινε με τη χρήση μόνο συντηρητικής ενδοδοντικής θεραπείας υποστηριζόμενης από το Nd:YAG Laser, και περιελάμβανε μόνο πολύ προβληματικά δόντια που θεωρούνταν καταδικασμένα για εξαγωγή, ακρορριζεκτομή, χειρουργική αντιμετώπιση κ.λπ. και αποτυχημένες προηγούμενες ενδοδοντικές θεραπείες. Ανάμεσα σε αυτά τα δόντια υπήρχαν και πολλά με κύστεις. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν το εντυπωσιακό ποσοστό επιτυχίας 84%. Στην περίπτωση των κύστεων μάλιστα, αποδείχτηκε ότι το Laser ήταν ικανό, στην αρχή να διασπάσει το τοίχωμα της κύστης, στη συνέχεια να προάγει το μηχανισμό φαγοκύτωσης του ίδιου του οργανισμού να απορροφήσει τα υπολείμματα της, και τελικά μέσω της ισχυρής αναπλαστικής επίδρασης του Laser, να θεραπεύσει τη βλάβη, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της κύστης και την επαναδημιουργία υγιούς οστού.
Έτσι πια με τη χρήση των Laser και κυρίως του Nd:YAG Laser, τις περισσότερες φορές, όχι μόνο αποφεύγουμε τις ακρορριζεκτομές και τις χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά καταφέρνουμε να σώσουμε ακόμα και δόντια που ήταν καταδικασμένα για εξαγωγή. Η απάντηση λοιπόν στο αρχικό μας ερώτημα είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είναι πλέον αναγκαία η ακρορριζεκτομή, καθώς η συντηρητική ενδοδοντική θεραπεία υποστηριζόμενη από το Nd:YAG Laser μας εξασφαλίζει καλύτερη πρόγνωση και ταχύτερη ίαση και αποκατάσταση της βλάβης.
Πηγή: www.medvoi365.gr