Όσον αφορά τα παιδιά, στα οποία θα αναφερθούμε, τα αίτια της κακοσμίας του στόματος είναι ποικίλα, με την πλειονότητα αυτών (90%), να αφορούν τοπικά την στοματική κοιλότητα.
Οι πιο σημαντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την διατήρηση ή διαταραχή της φυσιολογικής οσμής της στοματικής αναπνοής είναι: η μικροβιακή χλωρίδα του στόματος, το σάλιο και η οδοντική μικροβιακή πλάκα.
Η μικροβιακή χλωρίδα περιλαμβάνει αερόβια μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ. λ. π.) από την επαφή χεριών ή αντικειμένων με το στόμα, και αναερόβια ( γαλακτοβάκιλοι, ακτινομύκητες κ. λ. π.) τα οποία αναπτύσσονται κυρίως κατά την εμφάνιση της οδοντοφυΐας και συγκεκριμένα όταν εξαιτίας ανεπαρκούς στοματικής υγιεινής κατά την διάρκεια της νύκτας προκαλούνται απώλειες ή βλάβες δοντιών και ούλων.
Το σάλιο περιέχει το ένζυμο αμυλάση με το οποίο και βοηθάει στην αίσθηση της γεύσης, στην μάσηση και κατάποση των τροφών μέσω της δημιουργίας βλωμού (μπουκιάς). Επιπλέον συμβάλει στην υγιεινή του στόματος. Σε περίπτωση ελάττωσης του εξαιτίας στρες, φαρμάκων (π.χ. αντισταμινικά), ή φλεγμονών (ουλίτιδες, σιελαδενίτιδες, ραγάδες χειλιών), δημιουργείται ξηροστομία και κατά συνέπεια δυσοσμία.
Η οδοντική μικροβιακή πλάκα προκαλεί τερηδόνα και κακοσμία εφόσον δεν απομακρυνθεί από τον οδοντίατρο με ειδικό καθαρισμό. Μόνο το βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση οδοντικού νήματος δεν επαρκούν. Ιδίως το πρωί που ξυπνάμε η έκκριση σιέλου είναι ελαττωμένη, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί και καλό πλύσιμο από το προηγούμενο βράδυ, παραμένουν υπολείμματα τροφών που παράγουν θειούχες ενώσεις και έτσι η κακοσμία γίνεται πιο έντονη. Μετά από την λήψη τροφής αυξάνεται η έκκριση σιέλου και η οσμή μειώνεται.
Τα αίτια που προκαλούν κακοσμία του στόματος είναι κυρίως τοπικά στοματικά αίτια και κυρίως η τερηδόνα, η περιοδοντίτιδα, στοματίτιδα, εξελκώσεις, αποστήματα, υπολείμματα τροφών, ορθοδοντικά μηχανήματα, αίτια ξηροστομίας (εμπύρετα, αφυδάτωση, σακχ. Διαβήτης, ινοκυστική νόσος, υποθυρεοειδισμός, ή σιελαδενίτιδες), παθήσεις της γλώσσας (μυκητίαση,
τριχινωτή γλώσσα κ. λ. π.)
Άλλα λιγότερο συνηθισμένα αίτια είναι αυτά που δεν αφορούν την στοματική κοιλότητα όπως η ιγμορίτιδα, η αμυγδαλίτιδα, η βρογχιεκτασία, η ύπαρξη ξένου σώματος στο ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό, η ΓΟΠ (γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση), η ιδιοπαθής ή ψυχογενής κακοσμία. Υπάρχουν βέβαια και οι τροφές που προκαλούν προσωρινά κακοσμία κατά την λήψη τους (κρεμμύδι, σκόρδο).
Για την διάγνωση της αιτίας της κακοσμίας και την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή απαιτείται λήψη λεπτομερούς ιστορικού και καλή κλινική εξέταση του στόματος και λοιπών συστημάτων με κυρίαρχη την οδοντιατρική εξέταση. Απαραίτητος είναι ο καθορισμός του είδους και της ώρας της κακής οσμής. Εργαστηριακές εξετάσεις σπάνια βοηθούν(10 %).
Ο οδοντίατρος είναι ο πρώτος ιατρός στον οποίο οφείλει να απευθυνθεί το παιδί ώστε να λάβει συμβουλές σχετικά με το σωστό βούρτσισμα των δοντιών, την χρήση οδοντικού νήματος τον καθαρισμό της γλώσσας, την τυχόν μάσηση τσίχλας και την σημασία της λήψης καλού πρωινού. Στην συνέχεια ο οδοντίατρος θα θεραπεύσει τυχόν προβλήματα (σφραγίσματα, καθαρισμός πλάκας κ. λ. π.)
Εφόσον αποκλειστούν τα οδοντιατρικά αίτια, ο Παιδίατρος ή άλλοι ειδικοί ιατροί (Ω. Ρ. Λ, Γαστρεντερολόγος κ.α.) θα διερευνήσουν κα ι θα αντιμετωπίσουν την κακοσμία με την κατάλληλη φαρμακευτική ή και χειρουργική αγωγή (π.χ. αφαίρεση ξένου σώματος ρινός ).
Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητα της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας της δυσάρεστης αναπνοής του παιδιού διότι σίγουρα μια ευχάριστη δίχως κακοσμία στοματική αναπνοή αποπνέει υγεία, ευεξία και αυτοπεποίθηση στο παιδί και συντελεί σε μια αρμονική σχέση με το περιβάλλον του.
Οι πιο σημαντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την διατήρηση ή διαταραχή της φυσιολογικής οσμής της στοματικής αναπνοής είναι: η μικροβιακή χλωρίδα του στόματος, το σάλιο και η οδοντική μικροβιακή πλάκα.
Η μικροβιακή χλωρίδα περιλαμβάνει αερόβια μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ. λ. π.) από την επαφή χεριών ή αντικειμένων με το στόμα, και αναερόβια ( γαλακτοβάκιλοι, ακτινομύκητες κ. λ. π.) τα οποία αναπτύσσονται κυρίως κατά την εμφάνιση της οδοντοφυΐας και συγκεκριμένα όταν εξαιτίας ανεπαρκούς στοματικής υγιεινής κατά την διάρκεια της νύκτας προκαλούνται απώλειες ή βλάβες δοντιών και ούλων.
Το σάλιο περιέχει το ένζυμο αμυλάση με το οποίο και βοηθάει στην αίσθηση της γεύσης, στην μάσηση και κατάποση των τροφών μέσω της δημιουργίας βλωμού (μπουκιάς). Επιπλέον συμβάλει στην υγιεινή του στόματος. Σε περίπτωση ελάττωσης του εξαιτίας στρες, φαρμάκων (π.χ. αντισταμινικά), ή φλεγμονών (ουλίτιδες, σιελαδενίτιδες, ραγάδες χειλιών), δημιουργείται ξηροστομία και κατά συνέπεια δυσοσμία.
Η οδοντική μικροβιακή πλάκα προκαλεί τερηδόνα και κακοσμία εφόσον δεν απομακρυνθεί από τον οδοντίατρο με ειδικό καθαρισμό. Μόνο το βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση οδοντικού νήματος δεν επαρκούν. Ιδίως το πρωί που ξυπνάμε η έκκριση σιέλου είναι ελαττωμένη, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί και καλό πλύσιμο από το προηγούμενο βράδυ, παραμένουν υπολείμματα τροφών που παράγουν θειούχες ενώσεις και έτσι η κακοσμία γίνεται πιο έντονη. Μετά από την λήψη τροφής αυξάνεται η έκκριση σιέλου και η οσμή μειώνεται.
Τα αίτια που προκαλούν κακοσμία του στόματος είναι κυρίως τοπικά στοματικά αίτια και κυρίως η τερηδόνα, η περιοδοντίτιδα, στοματίτιδα, εξελκώσεις, αποστήματα, υπολείμματα τροφών, ορθοδοντικά μηχανήματα, αίτια ξηροστομίας (εμπύρετα, αφυδάτωση, σακχ. Διαβήτης, ινοκυστική νόσος, υποθυρεοειδισμός, ή σιελαδενίτιδες), παθήσεις της γλώσσας (μυκητίαση,
τριχινωτή γλώσσα κ. λ. π.)
Άλλα λιγότερο συνηθισμένα αίτια είναι αυτά που δεν αφορούν την στοματική κοιλότητα όπως η ιγμορίτιδα, η αμυγδαλίτιδα, η βρογχιεκτασία, η ύπαρξη ξένου σώματος στο ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό, η ΓΟΠ (γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση), η ιδιοπαθής ή ψυχογενής κακοσμία. Υπάρχουν βέβαια και οι τροφές που προκαλούν προσωρινά κακοσμία κατά την λήψη τους (κρεμμύδι, σκόρδο).
Για την διάγνωση της αιτίας της κακοσμίας και την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή απαιτείται λήψη λεπτομερούς ιστορικού και καλή κλινική εξέταση του στόματος και λοιπών συστημάτων με κυρίαρχη την οδοντιατρική εξέταση. Απαραίτητος είναι ο καθορισμός του είδους και της ώρας της κακής οσμής. Εργαστηριακές εξετάσεις σπάνια βοηθούν(10 %).
Ο οδοντίατρος είναι ο πρώτος ιατρός στον οποίο οφείλει να απευθυνθεί το παιδί ώστε να λάβει συμβουλές σχετικά με το σωστό βούρτσισμα των δοντιών, την χρήση οδοντικού νήματος τον καθαρισμό της γλώσσας, την τυχόν μάσηση τσίχλας και την σημασία της λήψης καλού πρωινού. Στην συνέχεια ο οδοντίατρος θα θεραπεύσει τυχόν προβλήματα (σφραγίσματα, καθαρισμός πλάκας κ. λ. π.)
Εφόσον αποκλειστούν τα οδοντιατρικά αίτια, ο Παιδίατρος ή άλλοι ειδικοί ιατροί (Ω. Ρ. Λ, Γαστρεντερολόγος κ.α.) θα διερευνήσουν κα ι θα αντιμετωπίσουν την κακοσμία με την κατάλληλη φαρμακευτική ή και χειρουργική αγωγή (π.χ. αφαίρεση ξένου σώματος ρινός ).
Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητα της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας της δυσάρεστης αναπνοής του παιδιού διότι σίγουρα μια ευχάριστη δίχως κακοσμία στοματική αναπνοή αποπνέει υγεία, ευεξία και αυτοπεποίθηση στο παιδί και συντελεί σε μια αρμονική σχέση με το περιβάλλον του.
Πηγή: www.steliosxatzakis.gr